Πελασγιώτης

Πελασγιώτης
ὁ, θηλ. Πελασγιῶτις, -ώτιδος, Α
1. το θηλ. ἡ Πελασγιῶτις
μια από τις τέσσερεις περιοχές ή τετραρχίες στις οποίες χωριζόταν η Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η οποία περιλάμβανε την πεδιάδα τής Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο
2. ο κάτοικος τής περιοχής αυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγία + κατάλ. -ώτης / -ῶτις (πρβλ. Ηπειρ-ώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”